Που είχαμε μείνει πριν μας διακόψουν; Α, ναι. Μιλούσαμε γενικώς για το αν η τουριστική προβολή, σε εθνικό επίπεδο φυσικά, είναι αναγκαιότητα ή αναγκαίο κακό.

Πριν βιαστείτε να μπείτε στη διαδικασία να το σκεφτείτε, αναλογιστείτε, απλά θυμηθείτε, πόσες φορές το τελευταίο διάστημα έχετε αναρωτηθεί η σκεφτεί  τον όρο «διαφήμιση», με ερωτηματικό ή χωρίς.  Και πόσες φορές μείνατε με το ερώτημα στη σκέψη σας.

Ανεξαρτήτως επιπέδου γνώσης που μπορεί να έχει κάποιος για θέματα τουρισμού και διαχείρισης προορισμού και βαθμού εμπλοκής του στην τουριστική αγορά και στις διαδικασίες της, μία συνισταμένη είναι κοινή και καθολικώς αποδεκτή ή αναγνωριζόμενη: Τουρισμός και κατά προέκταση, τουριστικός προορισμός χωρίς προβολή και διαφήμιση δεν νοείται. Δεν γίνεται, δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και το «τζάμπα διαφήμιση», παρά μόνον σε ειδικές περιπτώσεις, συνήθως ιδιαίτερα συγκυριακές και παροδικές.

Μία άλλη παγκοίνως αποδεκτή κατάσταση είναι ότι η προβολή προκαλείται και διαμορφώνεται ή σου… προκύπτει. Μία διαφορά είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση, μπορεί να είναι θετική ή αρνητική. Η άλλη διαφορά είναι ότι σχεδόν σε κάθε κατάσταση, χρειάζεσαι κάποιο «χρήμα».

Από εδώ και πέρα τα πράγματα ποικίλουν και ανοίγονται. Σε διάφορα επίπεδα, σε αρκετές «σχολές».  

Στην Ελλάδα μας, τα τελευταία χρόνια, ζήσαμε αρκετές εκδοχές και εκφάνσεις του πως αντιλαμβάνονται οι πολιτικοί μας ταγοί τον όρο «προβολή» και «διαφήμιση». Του Τουρισμού, εννοείται, όχι του εαυτού τους. Το δεύτερο είναι δεδομένο και επομένως, αυτονόητο πια. Το μόνο που αλλάζει είναι οι συνθήκες και ο τρόπος που το κάνουν.

Αν λοιπόν παρατηρήσουμε ένα ικανό διάστημα – ας πούμε 10ετίας – θα διαπιστώσουμε ότι βιώσαμε μία λίαν ενδιαφέρουσα τροχιά: Από τη μίζερη, υποτονική, άνευρη και στυλ «τα γνωστά και τετριμμένα» των τελευταίων χρόνων των κυβερνήσεων Σημίτη, την περίοδο 2004-2006 περάσαμε σε μία εθνικώς υπερήφανη ανάκαμψη και ανάταση, στη συνέχεια, για μία διετία  διήλθαμε ορισμένων γενικώς «grande» καταστάσεων, με αρκετές δόσεις περισσής γενναιοδωρίας, ίσως και σπατάλης – αλλά σίγουρα κατασώτευσης στο εσωτερικό – πέσαμε σε μία «λούμπα» κατά το λαϊκώς λεγόμενον,  κυριολεκτικώς «πεταμένων χρημάτων» το 2009  και μετά…, μετά «ήρθαν οι μέλισσες».

Την τελευταία διετία την ξεχωρίζουμε διότι, πράγματι, έχει εξαιρετικό σχολιαστικό ενδιαφέρον. Και θα επανέλθουμε και σε άλλο σημείωμα.
Ακροβατώντας μεταξύ του κομματικο-πολιτικού ευρήματος των 120 εκατ. ευρώ χρεών του ΕΟΤ, το οποίο σήμερα έχει καταλήξει από ομιλία σε ομιλία να φθάνει τα 140 εκατ. ευρώ και με δεδομένη και διαρκώς και απανταχού αναπαραγόμενη την κλάψα ότι δεν υπάρχουν λεφτά («οι προηγούμενοι άφησαν μόνον χρέη», «τα σκάνδαλα της χλιδής» και άλλα τέτοια), ξεκινήσαμε με μία απέλπιδα προσπάθεια (εμπνεύσεως Α. Γκερέκου) ανασύστασης μίας διαμελισμένης σε βαθμός αποσύνθεσης διαφημιστικής εκστρατείας με το αφοπλιστικό «kalimera».

Στη συνέχεια, μετά Γκερέκου, οι παραμένοντες (Π. Γερουλάνος) και οι νεοαφιχθέντες (Γ. Νικητιάδης) και ενώ είχε αρχίσει να καίγεται το σύμπαν σε Αθήνα και αλλού, ανακάλυψαν το concept του «εθελοντισμού» και του κάνω προβολή εκ των μη (εχ)όντων, μέσω διαδικτύου και με βίντεο ικανοποιημένων τουριστών.
Κάπου εκεί, μας προέκυψε η ιδιότυπος «πολιτική σχολή» που ορίζει «κάνω τουριστική διαφήμιση χωρίς λεφτά, όχι γιατί δεν έχω αλλά γιατί δεν χρειάζονται».
Και κάπου εκεί, μάθαμε ότι βασικές αρχές αυτής της σχολής εθνικής  τουριστικής προβολής, μεταξύ άλλων, είναι ότι ουσιαστικά δεν χρειάζεται διαφήμιση σε συμβατικά ή άλλα μέσα, όλα μπορούν να γίνουν διαδικτυακά, με οργάνωση δεκάδων fam trips και αρκεί να βγαίνουν υπουργοί, υφυπουργοί και λοιποί «υφύ» σε media να μιλούν για την Ελλάδα.

Μετά – και αφού προηγουμένως άφησαν τον ΕΟΤ να ενταχθεί στο καθεστώς του διαβόητου Π.Δ. 113, που «τσάκισε», κυριολεκτικώς το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτού του Οργανισμού, τη δημοσιονομική ευελιξία του – περάσαμε σε μία άλλη «σχολή», ελαφρώς μεταλλαγμένη που ορίζει ότι «θέλω λεφτά για να κάνω διαφήμιση αλλά δεν υπάρχουν ή δεν μου δίνουν».

Για να μην σας κουράζω άλλο, πρώτη φορά από αυτό το βήμα, το τελευταίο διάστημα ζούμε μία έκφανση της παλαιάς παραδοσιακής και δοκιμασμένης «σχολής Βασιλάκη Καϊλα» που ορίζει «εγώ έκανα θαύματα με λίγα λεφτά και αν είχα αυτά που ξόδεψαν οι προηγούμενοι θα έκανα τον… Παρνασσό, Σαν Μονί, (όπως είχε πει προ αμνημονεύτου καιρού ο εθνάρχης Κ. Καραμανλής με την ανάλογη προφορά, φυσικά)».
Απλά είναι τα πράγματα.

Η προβολή είναι διαρκής διαδικασία. Ένας προορισμός «κτίζει» τη φήμη του διαχρονικά. Και όσο πιο σταθερά και συγκροτημένα προβάλλεται, τόσο το καλύτερο σε βάθος χρόνου. Η τουριστική κίνηση κατακτιέται επίπεδο με επίπεδο. Όταν έχεις λοιπόν μία διαχρονική πλατφόρμα προβολής εκεί πάνω κτίζεις το επικοινωνιακό και διαφημιστικό σου οικοδόμημα. Επενδύεις και μετά προσαρμόζεσαι. Διατηρείς ένα minimum παρουσίας και δραστηριότητας και ανάλογα διευρύνεις ή συντηρείς.

Μία χρονιά, όταν έχεις και άνεση πόρων, κινείσαι πιο δυναμικά, πιο επιθετικά. Άλλη χρονιά, «μαζεύεσαι» και κινείσαι πιο συντηρητικά.
Αλλά πάντα, πάντα φροντίζεις να διατηρείς μία σταθερή και αναγνωρίσιμη παρουσία.

Η Ελλάδα είναι σταθερά στους 20 δημοφιλέστερους προορισμούς του κόσμου, τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι παγκόσμια δύναμη του Τουρισμού.
Αυτό πρέπει να θυμόμαστε, να σεβόμαστε και σε αυτή τη θέση πρέπει να επενδύουμε και να στοιχηματίζουμε.

Σταθερά, με σχέδιο, κατόπιν μελέτης και με θεσμοθετημένους ελάχιστους πόρους, ανάλογους των 10 δις. Ευρώ που κατά μέσο όρο, φέρνει ο Τουρισμός στην εθνική οικονομία ετησίως.

Και πάντως, όχι, διαθέτοντας περίπου το 0,1% (ή 1‰ !) αυτών των εσόδων για προβολή…

Γιώργος Ν. Αγγελής