
Με μια εκτενή και τεκμηριωμένη μελέτη υπό τον τίτλο «Πυλώνας τουρισμού: Βασικά χαρακτηριστικά, επίδραση στην οικονομία, προκλήσεις, ευκαιρίες και προτάσεις πολιτικής», η Eurobank αποτυπώνει τον καθοριστικό ρόλο του τουρισμού στην ελληνική οικονομία και αναδεικνύει τους κινδύνους, τις δυναμικές και τα απαραίτητα βήματα για την επόμενη μέρα του κλάδου.
Όπως καταγράφεται, ο τουρισμός συμβάλλει διαχρονικά σε ποσοστό κοντά στο 20% του ΑΕΠ, στηρίζει την απασχόληση, ενισχύει την εξωστρέφεια και παραμένει κρίσιμος μοχλός ανάπτυξης, ιδιαίτερα για τις περιφέρειες. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2024 ανήλθαν σε 21,6 δισ. ευρώ ή 9,1% του ΑΕΠ, ενώ οι αφίξεις ξεπέρασαν τα 40,7 εκατ. από 15 εκατ. το 2010.
Ωστόσο, παρατηρείται υποχώρηση της μέσης διάρκειας παραμονής και της μέσης δαπάνης ανά ταξιδιώτη, με τις city break διακοπές και τις χερσαίες αφίξεις από τα Βαλκάνια να παίζουν ολοένα μεγαλύτερο ρόλο.
Παράλληλα, η εποχικότητα μειώνεται σταδιακά – το γ’ τρίμηνο εξακολουθεί να κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο, όμως με πτώση 6,5 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2022 και 2024.
Η μελέτη φωτίζει επίσης τη θεαματική άνοδο των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, που αυξήθηκαν κατά 123% από το 2018 έως το 2024. Αν και εξυπηρέτησαν τη ραγδαία αύξηση της ζήτησης, εμφανίζουν χαμηλότερη πληρότητα (30,1%) και μικρότερη μέση διάρκεια διαμονής (3,7 ημέρες) έναντι των ξενοδοχείων (56,1% και 4 ημέρες).
Στον αντίποδα, ο ξενοδοχειακός κλάδος αναβαθμίζεται ποιοτικά: τα 5άστερα ξενοδοχεία αυξήθηκαν κατά 37% από το 2019, τα 4άστερα κατά 14%, ενώ οι μονάδες 1 και 2 αστέρων μειώθηκαν. Παράλληλα, το μεγαλύτερο ποσοστό δωματίων βρίσκεται πλέον σε μονάδες μεσαίου και μεγάλου μεγέθους.
Παρά τα θετικά μεγέθη, η Eurobank υπογραμμίζει τον μετασχηματισμό του τουριστικού μοντέλου σε μια μορφή «πολλών τουριστών με μικρότερη διάρκεια παραμονής και χαμηλότερη δαπάνη». Η πρόκληση, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι η μετάβαση σε ένα ποιοτικότερο, βιώσιμο και διαφοροποιημένο τουριστικό προϊόν.
Μεταξύ των προτάσεων πολιτικής που διατυπώνει η Eurobank περιλαμβάνονται:
● Αυστηρή τήρηση της νομοθεσίας για την αυθαίρετη δόμηση και περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης
● Χωροταξική εναρμόνιση μονάδων φιλοξενίας και εστίασης με το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον
● Ενίσχυση επενδύσεων σε υψηλής στάθμης ξενοδοχειακές μονάδες
● Αναβάθμιση κρίσιμων υποδομών (δίκτυα, απορρίμματα, πολιτισμός, ενέργεια)
● Ανάδειξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού (υγείας, πολιτιστικός, αγροτουρισμός, city break)
● Στήριξη της κυκλικής οικονομίας και της ψηφιακής/πράσινης μετάβασης
● Έλεγχος στις τουριστικές μισθώσεις που δεν εντάσσονται στην οικονομία διαμοιρασμού
● Προσαρμογή του τουριστικού σχεδιασμού στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης
Η μελέτη κλείνει με μια ξεκάθαρη προτροπή: η μετάβαση σε ένα μοντέλο τουρισμού που αποφέρει υψηλότερη προστιθέμενη αξία δεν είναι μόνο θέμα επενδύσεων, αλλά και νοοτροπίας. Η συνεργασία του κράτους, του ιδιωτικού τομέα και των τοπικών κοινωνιών αποτελεί προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος, τη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας και την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.

























