Αύξηση στην παραγωγή ασφαλίστρων κατέγραψε η ελληνική ασφαλιστική αγορά στο πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου 2025, ωστόσο η εικόνα παραμένει μικτή, λόγω της πτώσης στις ασφαλίσεις ζωής, σύμφωνα με την ΕΑΕΕ.

Μικτή εικόνα παρουσιάζει η ασφαλιστική αγορά, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2025. Η συνολική παραγωγή ασφαλίστρων ανήλθε στα 2,39 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 2,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.

Η άνοδος αυτή οφείλεται αποκλειστικά στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, οι οποίες σημείωσαν αύξηση 9% και διαμορφώθηκαν στα 1,3 δισ. ευρώ. Αντίθετα, οι ασφαλίσεις ζωής υποχώρησαν κατά 4,3%, στα 1,09 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της μείωσης 13,9% στη διαχείριση συνταξιοδοτικών κεφαλαίων και της πτώσης 3,4% στα συμβόλαια ζωής συνδεδεμένα με επενδύσεις.

Ιδιαίτερα θετικές ήταν οι επιδόσεις στους περισσότερους κλάδους ζημιών, με την ασφάλιση κατά πυρκαγιάς και στοιχείων της φύσης να ενισχύεται κατά 15,8%, τις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης να αυξάνονται κατά 5% και τις ασφαλίσεις ατυχημάτων να καταγράφουν εντυπωσιακή άνοδο 21,5%. Η ασφάλιση οχημάτων διατήρησε πρωταγωνιστικό ρόλο, συγκεντρώνοντας πάνω από το ένα τρίτο της παραγωγής ζημιών, με αύξηση 10,7% στα χερσαία οχήματα και 5% στην αστική ευθύνη τους.

Ειδικά για τον Μάιο, οι ασφαλίσεις κατά ζημιών αυξήθηκαν κατά 17,8% σε σύγκριση με τον Μάιο του 2024, ενώ οι ασφαλίσεις ζωής μειώθηκαν κατά 2%. Ως αποτέλεσμα, η συνολική ετήσια μεταβολή σε κυλιόμενη βάση για την αγορά διαμορφώθηκε στο +4,7%, με +9,2% για τις ασφαλίσεις κατά ζημιών και οριακή αύξηση +0,1% για τις ασφαλίσεις ζωής.

Η παραγωγή που καταγράφεται αφορά τις πρωτασφαλιστικές εργασίες και περιλαμβάνει τόσο περιοδικές καταβολές όσο και εφάπαξ πληρωμές.

Η θετική πορεία των ασφαλίσεων κατά ζημιών υπογραμμίζει την ανθεκτικότητα του κλάδου και αντανακλά τις αυξημένες ανάγκες κάλυψης έναντι φυσικών φαινομένων και επιχειρηματικών κινδύνων. Αντιθέτως, η κάμψη στις ασφαλίσεις ζωής αποδίδεται στην επιφυλακτικότητα των αποταμιευτών και επενδυτών, λόγω του αβέβαιου οικονομικού περιβάλλοντος και των υψηλών επιτοκίων.