Η Ισπανία ενέκρινε νέο νόμο κατά του καπνίσματος, που απαγορεύει τη χρήση τσιγάρων, ηλεκτρονικών τσιγάρων και vapes σε εξωτερικούς δημόσιους χώρους, όπως βεράντες εστιατορίων και μπαρ, στάσεις λεωφορείων, αθλητικούς χώρους και παραλίες.

Το μέτρο στοχεύει στη δημόσια υγεία, όμως ήδη προκαλεί ανησυχίες για τον αντίκτυπο στον τουρισμό και την εστίαση.

Η νομοθεσία, που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, επεκτείνει τους περιορισμούς πέρα από τους εσωτερικούς χώρους σε περιοχές που συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό επισκεπτών.

Ο τουριστικός τομέας εκφράζει φόβους ότι το μέτρο θα επηρεάσει αρνητικά τη συμπεριφορά ξένων ταξιδιωτών, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά εισερχόμενου τουρισμού, με 4,26 εκατ. Βρετανούς να επισκέπτονται μόνο τη Βαρκελώνη το 2024.

Η υπουργός Υγείας, Mónica García, υπερασπίστηκε τον νόμο δηλώνοντας ότι «πάντα θα προτάσσουμε τη δημόσια υγεία έναντι των ιδιωτικών συμφερόντων». Από την πλευρά τους, ιδιοκτήτες εστιατορίων και επιχειρηματίες τουρισμού υποστηρίζουν ότι η απαγόρευση απειλεί την ισπανική κουλτούρα υπαίθριας εστίασης, όπου το κάπνισμα αποτελούσε συνήθεια δεκαετιών.

Η συζήτηση έχει ανάψει και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με Βρετανούς influencers να εκφράζουν ανησυχίες για το πώς θα επηρεαστούν δημοφιλείς προορισμοί όπως το Μπενιντόρμ. Ορισμένοι χρήστες δηλώνουν ότι θα στραφούν σε άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, όπου οι περιορισμοί είναι ηπιότεροι.

Η Ισπανία, πάντως, επισημαίνει ότι η απαγόρευση είναι από τις πιο εκτεταμένες στην Ευρώπη και στηρίζεται σε έρευνες που δείχνουν πως το κάπνισμα, ιδιαίτερα το άτμισμα στους νέους, παραμένει σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας.

Το 2024 η χώρα υποδέχθηκε 25,5 εκατ. τουρίστες, με σημαντικό μερίδιο Βρετανών ταξιδιωτών. Η απαγόρευση αναμένεται να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο σε παράκτιες περιοχές όπως η Costa del Sol, οι Βαλεαρίδες Νήσοι και το Μπενιντόρμ, όπου το κάπνισμα σε παραλίες ήταν διαδεδομένο.

Παρά τις ανησυχίες της τουριστικής βιομηχανίας, οι υποστηρικτές του νόμου τονίζουν ότι τα οφέλη θα είναι μακροπρόθεσμα, με καθαρότερους δημόσιους χώρους, μείωση κόστους υγείας και βελτίωση της ποιότητας ζωής κατοίκων και επισκεπτών. Η εφαρμογή θα τελεί υπό  την ευθύνη των δήμων, με την κυβέρνηση να παρακολουθεί την πρόοδο και να δηλώνει έτοιμη για διορθωτικές κινήσεις αν χρειαστεί.