
Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς αναλύει τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη πενταετία, σε δύο χρονικές περιόδους, αυτή της διετίας 2025-2026 και της τριετίας 2027-2030.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές των επόμενων 18 μηνών, μέχρι τέλος του 2026, δείχνουν ανάπτυξη +2,3% το 2025 και +2,2% το 2026, υποχώρηση του πληθωρισμού στο 2,8% το 2025 και 2,3% το 2026, καθώς και πτώση του χρέους έναντι του ΑΕΠ κοντά στο 140%.
Αντίστοιχα, το ΔΝΤ εκτιμά την ανάπτυξη στο +2,1% το 2025, με επιβράδυνση προς το 1,4% μεσοπρόθεσμα, το πρωτογενές πλεόνασμα ~2,5% του ΑΕΠ και μείωση του χρέους κάτω από 130% έως το 2030. Ο ΟΟΣΑ για την διετία 2025-2026 βλέπει ανάπτυξη ~2,0% και στα δημοσιονομικά διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων 2,1% – 2,2%.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της περιόδου 2027–2030 εκτιμούν ελαφρά επιβράδυνση στην ανάπτυξη στο 1,4%–1,6% ετησίως, σταδιακή μείωση του χρέους κάτω από το 130% του ΑΕΠ και σε συνδυασμό με τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και πρωτογενών πλεονασμάτων δείχνουν σταθερότητα.
Βεβαίως, πάντα ελλοχεύουν κίνδυνοι και υπάρχουν προκλήσεις, όπως το τέλος χρηματοδότησης του ΤΑΑ μετά το 2026, η επιμονή του πληθωρισμού, ειδικά στις υπηρεσίες και τη στέγαση, σε συνδυασμό με εξωτερικές κρίσεις από την ενεργειακή αστάθεια, γεωπολιτικές εντάσεις, εμπορικές αναταράξεις, χωρίς να μπορεί να ξεπεραστεί η δημογραφική γήρανση που δημιουργεί χαμηλή παραγωγικότητα.
Οι βασικοί μοχλοί ανάπτυξης είναι η χρηματοδότηση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) με 31,1 δις ευρώ από επιχορηγήσεις και δάνεια, οι ιδιωτικές επενδύσεις και η κατανάλωση με αύξηση μισθών, σταθερή απασχόληση και αναβάθμιση υποδομών. Άλλοι μοχλοί είναι η πράσινη μετάβαση και η ενέργεια, η ψηφιοποίηση του δημοσίου και των επιχειρήσεων, ο τουρισμός και οι εξαγωγές.
Ο στόχος μέχρι το 2030 είναι η κυκλική γαλάζια ναυτιλία, η απολιγνιτοποίηση, με παράλληλη παραγωγή 35GW ηλιακής ενέργειας, καθώς και εκσυγχρονισμού δικτύων διανομής και αποθήκευσης. Ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών θα πρέπει να μειώσει τη γραφειοκρατία και όχι να την ψηφιοποιήσει, ενώ η στήριξη του εξωτερικού ισοζυγίου θα προέλθει από την αύξηση του τουρισμού και των εξαγωγών.
Ως προς το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα κυμανθεί γύρω στο 6,5% του ΑΕΠ το 2025 και θα υποχωρήσει στο 5,9% το 2026, παραμένοντας μακροπρόθεσμα στο ~3,5% του ΑΕΠ.
Την περίοδο 2027-2030 βασιζόμενη στις μακροοικονομικές προβλέψεις, η Ελλάδα αναμένεται να μειώσει προοδευτικά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών καθώς αναμένεται να αυξηθούν οι εξαγωγές, ο τουρισμός και τα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Επίσης, θα περιοριστούν οι εισαγωγές επενδυτικών αγαθών, όταν τελειώσουν τα ευρωπαϊκά projects. Το εμπορικό ισοζύγιο, πιθανώς, να μεταβληθεί από –7% του ΑΕΠ το 2025 σε –5% έως –6% το 2030, ανάλογα με την εξέλιξη ανταγωνιστικότητας και επενδύσεων.
Οι προβλεπόμενες επενδύσεις στην Ελλάδα για την περίοδο 2025–2030, χωρισμένες σε εγχώριες επενδύσεις και άμεσες ξένες επενδύσεις είναι βασισμένες σε προβλέψεις από ΔΝΤ, ΕΕ και ΟΟΣΑ, με ενδεικτικές προσεγγίσεις από την τάση που δημιουργείται από την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF), της Πράσινης Μετάβασης και των στρατηγικών συμφωνιών του FDI. Η Ελλάδα προβλέπεται να διατηρήσει ισχυρή επενδυτική δυναμική έως το 2030, με σταδιακή αύξηση του ποσοστού επενδύσεων από ~16% σε ~17,5% του ΑΕΠ.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις θα κινηθούν ανοδικά, φτάνοντας το 2,7% του ΑΕΠ έως το 2030, ενισχυμένες από στρατηγικές επενδύσεις σε ενέργεια, τουρισμό, υποδομές και ψηφιακές τεχνολογίες.
Ο πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π. Βασίλης Κορκίδης επισημαίνει:
«Οι κύριοι παράγοντες διαμόρφωσης της ελληνικής οικονομίας την επόμενη πενταετία είναι ξεκάθαρα τα ευρωπαϊκά κονδύλια, η αξιοποίηση των οποίων, θα αυξήσει τις επενδύσεις παραγωγικών δυνατοτήτων, τις εξαγωγές προϊόντων, των υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας και πράσινης μεταποίησης, ενώ μπορούν να μειώσουν την εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας οικοδομώντας σύγχρονα δίκτυα για τις εγχώριες μονάδες ΑΠΕ. Η ελληνική οικονομία την περίοδο 2025–2026 αναμένεται να διατηρήσει μια σταθερή και υγιή ανάπτυξη χάρη στη χρηματοδότηση από το ΤΑΑ, τη κατανάλωση και τη ψηφιακή πρόοδο. Μετά το 2027 έως το 2030 η ανάπτυξη ενδέχεται να επιβραδυνθεί, ωστόσο η δημοσιονομική σταθερότητα, η επιχειρηματική δραστηριότητα και η ενίσχυση της παραγωγικότητας, εκτός απροόπτου, θα συνεχίσουν να ενισχύουν την ανθεκτικότητα και να μειώνουν το δημόσιο χρέος.»