Η στέγαση εξελίσσεται στη μεγαλύτερη κοινωνική πρόκληση της δεκαετίας. Στην Ελλάδα, ένας στους τρεις ενοικιαστές δαπανά πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματός του για να κρατήσει ένα σπίτι.

Η χώρα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό στεγαστικής επιβάρυνσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνώντας κατά σχεδόν τρεις φορές τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στις ευάλωτες ομάδες, αλλά πλήττει πλέον και τη μεσαία τάξη, που βλέπει τα ενοίκια να τρέχουν ταχύτερα από τους μισθούς.

Τι κάνουν οι άλλοι

Στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις αναζητούν λύσεις με συνδυασμό ρύθμισης, επιδοτήσεων και αύξησης της προσφοράς κοινωνικής στέγης. Η Γαλλία εφάρμοσε το σύστημα Encadrement des Loyers, θέτοντας ανώτατα όρια ενοικίων ανά περιοχή. Στο Παρίσι, το μέτρο οδήγησε σε μειώσεις έως και 13%, αν και απαιτεί συνεχή έλεγχο.

Η Γερμανία δοκίμασε το ‘Mietpreisbremse’, ένα «φρένο» στις αυξήσεις με ενισχυμένα δικαιώματα ενοικιαστών. Η Ισπανία, με τη νέα Ley de Vivienda και τον δείκτη IRAV, θέτει πλαφόν 2,2% στις αναπροσαρμογές, ενώ χρηματοδοτεί την ανέγερση 184.000 νέων κατοικιών.

Η Ολλανδία επιβάλλει point system που συνδέει τιμές με ποιότητα και τοποθεσία, ενώ η Πορτογαλία επενδύει 2 δισ. ευρώ για 33.000 νέες κοινωνικές κατοικίες έως το 2030. Και στη Βιέννη, το 43% των κατοικιών είναι κοινωνική ή μη κερδοσκοπική στέγη – ένα μοντέλο που κρατά τα ενοίκια 30% χαμηλότερα από την ελεύθερη αγορά.

Η Ελλάδα σε αδιέξοδο

Η Ελλάδα μπαίνει στη νέα δεκαετία με μία από τις πιο στρεβλές αγορές στέγης στην Ευρώπη. Η παραγωγή νέων κατοικιών είναι μόλις 1 ανά 1.000 κατοίκους –

το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Τα ενοίκια στην Αθήνα έχουν αυξηθεί κατά 45% από το 2018, ενώ η βραχυχρόνια μίσθωση απορροφά μεγάλο μέρος του διαθέσιμου αποθέματος. Την ίδια στιγμή, πάνω από 700.000 κατοικίες παραμένουν κενές ή αδρανείς, χωρίς να αξιοποιούνται. Η έλλειψη προσιτής στέγης πλήττει κυρίως τους νέους και τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά σταδιακά πιέζει και τη μεσαία τάξη. Ο συνδυασμός αργής οικοδομικής δραστηριότητας, ανεπαρκών επιδοτήσεων και κατακερματισμένων δεδομένων στερεί από το κράτος τη δυνατότητα να χαράξει στοχευμένη πολιτική.

Η στέγαση έχει μετατραπεί σε ένα από τα πιο πιεστικά κοινωνικά ζητήματα στην Ευρώπη. Παρά τη συνεχή ανάπτυξη των αγορών και των επενδύσεων, το κόστος κατοικίας αυξάνεται με ρυθμούς που ξεπερνούν τα εισοδήματα των πολιτών, δημιουργώντας ένα περιβάλλον οικονομικής πίεσης και κοινωνικού αποκλεισμού.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat (2025), οι τιμές κατοικιών στην Ε.Ε. έχουν αυξηθεί κατά περίπου 60% από το 2010, ενώ τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 28% την ίδια περίοδο. Σε πολλές πρωτεύουσες —όπως το Δουβλίνο, το Άμστερνταμ, η Λισαβόνα και η Βαρσοβία— η αύξηση ξεπερνά το 100%. Η στεγαστική κρίση δεν αφορά πλέον μόνο τις ευάλωτες ομάδες, αλλά ολόκληρη τη μεσαία τάξη, που βλέπει τη στέγαση να απορροφά ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός της.

Η ελληνική πραγματικότητα – Πάνω από 50% αύξηση τιμών από το 2017 έως το 2024

Στην Ελλάδα, η στεγαστική κρίση έχει ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Μετά από μία δεκαετία οικονομικής ύφεσης και υποεπενδύσεων στην κατοικία, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με απότομη αύξηση της ζήτησης χωρίς επαρκή προσφορά.

Από το 2017 έως το 2024, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν πάνω από 50%, ενώ σε περιοχές όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Κρήτη η αύξηση ξεπερνά το 70%. Παράλληλα, η προσφορά διαθέσιμων ενοικίων έχει μειωθεί, καθώς χιλιάδες ακίνητα διοχετεύονται σε βραχυχρόνιες μισθώσεις ή παραμένουν κενά λόγω γραφειοκρατίας και φορολογικών ασυνεπειών.

Τα αίτια

Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα δεν είναι απλώς ένα οικονομικό φαινόμενο. Πίσω από τις αυξήσεις στα ενοίκια και την αδυναμία πρόσβασης σε προσιτή στέγη, κρύβεται μια πολύ βαθύτερη παθογένεια: η έλλειψη πληροφορίας και συντονισμού.

Οι δημόσιες βάσεις δεδομένων που αφορούν την ιδιοκτησία, τη χρήση γης και την αξία των ακινήτων παραμένουν κατακερματισμένες. Άλλα στοιχεία βρίσκονται στο Κτηματολόγιο, άλλα στους Δήμους, άλλα στην ΑΑΔΕ, και κανείς δεν έχει τη συνολική εικόνα. Έτσι, οι αποφάσεις για στεγαστικές πολιτικές λαμβάνονται στα τυφλά – χωρίς ενιαία, αξιόπιστα δεδομένα για το πού υπάρχει πραγματικά ανάγκη, ποια κτίρια μένουν άδεια ή ποια θα μπορούσαν να μετατραπούν σε κατοικίες.

Η απουσία ενός ενιαίου μηχανισμού ελέγχου και χαρτογράφησης οδηγεί αναπόφευκτα σε καθυστερήσεις, αναποτελεσματικές παρεμβάσεις και απώλεια πόρων. Με λίγα λόγια, η χώρα προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα που δεν μπορεί καν να αποτυπώσει με ακρίβεια.

Η ανάγκη για ένα Ψηφιακό Μητρώο Ακινήτων

Σε αυτό το περιβάλλον, η δημιουργία ενός Ψηφιακού Μητρώου Ακινήτων δεν είναι απλώς μια τεχνολογική καινοτομία· είναι αναγκαιότητα. Ένα ενιαίο σύστημα δεδομένων θα μπορούσε να καταγράφει σε πραγματικό χρόνο την κατάσταση κάθε ακινήτου: ποια είναι κενά, ποια χρησιμοποιούνται, ποια είναι διαθέσιμα για κοινωνική στέγη ή εμπορική αξιοποίηση.

Μια τέτοια πλατφόρμα θα συνέδεε πληροφορίες από το Κτηματολόγιο, τη φορολογική διοίκηση, τους Δήμους, ακόμη και τους παρόχους κοινής ωφέλειας (ρεύμα, νερό), δημιουργώντας έναν ενιαίο χάρτη της στεγαστικής πραγματικότητας στη χώρα. Με αυτόν τον τρόπο, οι δημόσιες πολιτικές θα μπορούσαν να στοχεύουν με ακρίβεια: από τα προγράμματα κοινωνικής στέγης και τις ανακαινίσεις εγκαταλελειμμένων κτιρίων, μέχρι τον σχεδιασμό κινήτρων για μακροχρόνια μίσθωση.

Η Ελλάδα μπροστά στην ευκαιρία

Η Ελλάδα, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, διαθέτει τα μέσα για να το κάνει: τεχνολογικά εργαλεία, ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και κυρίως πολιτική βούληση. Η δημιουργία ενός ενιαίου Ψηφιακού Μητρώου Ακινήτων δεν θα λύσει από μόνη της τη στεγαστική κρίση. Θα αποτελέσει όμως τη βάση πάνω στην οποία μπορούν να στηριχθούν όλες οι πολιτικές που θα την αντιμετωπίσουν.

Πώς μπορεί να αλλάξει το σκηνικό

Η Blupeak, εταιρεία ανάλυσης δεδομένων ακινήτων, προτείνει ένα συνδυασμό πολιτικών και ψηφιακών εργαλείων για να ανακοπεί η κρίση. Μεταξύ αυτών: δημιουργία Ψηφιακού Μητρώου Ακινήτων που θα ενοποιεί όλα τα δεδομένα (Κτηματολόγιο, ΕΝΦΙΑ, Δήμοι, ΠΕΑ), προγράμματα για ανακαίνιση και μετατροπή κενών κτιρίων σε κοινωνική στέγη, και αυτοματοποιημένα εργαλεία ελέγχου όπως το Compliance API και το RentCheck. Η λογική είναι απλή: περισσότερη διαφάνεια, λιγότερη γραφειοκρατία, πιο γρήγορες αποφάσεις. Η εμπειρία δείχνει ότι όπου οι πολιτικές συνοδεύτηκαν από πραγματικά δεδομένα και λογοδοσία, τα αποτελέσματα ήρθαν μέσα σε λίγα χρόνια.

Η στεγαστική κρίση δεν είναι αναπόφευκτη. Οι ευρωπαϊκές εμπειρίες αποδεικνύουν ότι με σχέδιο, επενδύσεις και ψηφιακή διαφάνεια, η πρόσβαση σε προσιτή στέγη μπορεί να αποκατασταθεί. Για την Ελλάδα, το στοίχημα είναι να περάσει από τα αποσπασματικά μέτρα σε μια συνεκτική στρατηγική. Η Blupeak πιστεύει ότι αυτό μπορεί να γίνει – και γρήγορα.