
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που σημάδεψαν το καλοκαίρι του 2025 –παρατεταμένοι καύσωνες, ξηρασία και πλημμύρες– στοίχισαν στην ευρωπαϊκή οικονομία 43 δισ. ευρώ, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου του Μανχάιμ σε συνεργασία με οικονομολόγους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Και όπως τονίζουν οι ερευνητές, αυτά τα κόστη είναι μόνο η αρχή.
Η ανάλυση στηρίχθηκε σε μετεωρολογικά δεδομένα και σε οικονομικά μοντέλα εκτίμησης ζημιών, καταγράφοντας τόσο τις άμεσες συνέπειες –καταστροφή υποδομών, πολυκατοικιών και καλλιεργειών– όσο και τις έμμεσες, όπως απώλειες παραγωγής λόγω καθυστερήσεων στην ανοικοδόμηση, απώλειες ανθρώπινων ζωών και αυξημένα κόστη προσαρμογής στις νέες συνθήκες.
Η μελέτη εκτιμά ότι έως το 2029 το συνολικό μακροοικονομικό αποτύπωμα των φετινών καταστροφών μπορεί να φτάσει τα 126 δισ. ευρώ, καθώς η έλλειψη προϊόντων από την ξηρασία θα τροφοδοτήσει πληθωριστικές πιέσεις.

Οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο ήταν η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία, με απώλειες άνω των 10 δισ. ευρώ η καθεμία, οι οποίες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα μπορεί να ξεπεράσουν τα 30 δισ. ευρώ.
Στον αντίποδα, οι χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης κατέγραψαν μικρότερες απώλειες, αν και οι πλημμύρες εμφανίζουν τάση αύξησης, γεγονός που επιβαρύνει το συνολικό κόστος της κλιματικής απορρύθμισης.
Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι οι εκτιμήσεις πιθανόν να είναι υποτιμημένες, καθώς δεν συνυπολογίζονται οι συνέπειες πυρκαγιών ούτε οι απώλειες παραγωγικότητας που προκαλεί η ζέστη. Όπως επισημαίνουν, το πραγματικό τίμημα της κλιματικής κρίσης εκτείνεται πολύ πέρα από τις άμεσες ζημιές και θα συνεχίσει να διαμορφώνει το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας.


























