Άρθρο του Ιορδάνη Μιχαηλίδη,
Εφόρου Διεθνών Σχέσεων Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων – ΠΟΞ,
Προέδρου του Συνδέσμου Ξενοδόχων Δυτικής Μακεδονίας

Ο ελληνικός τουρισμός αποτελεί βασικό πυλώνα της εθνικής οικονομίας και της περιφερειακής ανάπτυξης. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο ξενοδοχειακός κλάδος έχει επιδείξει αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, από την οικονομική κρίση και την πανδημία έως τις σύγχρονες προκλήσεις.

Παρά τα θετικά μεγέθη που καταγράφονται σε ορισμένες περιοχές, η πραγματική εικόνα που αποτυπώνεται στις περιφέρειες της ενδοχώρας και στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων που είναι μικρές και πολύ μικρές, εύλογα δημιουργεί προβληματισμό.

Η Δυτική Μακεδονία αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση. Αν και διαθέτει πλούσιο φυσικό και πολιτιστικό απόθεμα — από τις λίμνες της Καστοριάς και των Πρεσπών μέχρι τα ορεινά τοπία των Γρεβενών και τα παραδοσιακά χωριά της Φλώρινας — καταγράφει τις χαμηλότερες επιδόσεις πανελλαδικά στον τομέα των τουριστικών αφίξεων και εσόδων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ για το 2023, η περιφέρεια συγκέντρωσε μόλις το 1% των συνολικών επισκέψεων της χώρας, ενώ οι τουριστικές εισπράξεις περιορίστηκαν στα 51 εκατομμύρια ευρώ, ποσοστό που αντιστοιχεί σε μόλις 2% του τοπικού ΑΕΠ. Παράγοντες όπως , η περιορισμένη τουριστική υποδομή και η αποσπασματική προώθηση της περιοχής έχουν λειτουργήσει ανασταλτικά στη δυναμική της.

Η γενικότερη οικονομική πραγματικότητα της Δυτικής Μακεδονίας εντείνει την ανάγκη για ουσιαστικές παρεμβάσεις. Η περιοχή βρίσκεται στη διαδικασία απολιγνιτοποίησης και επαναπροσδιορισμού του παραγωγικού της μοντέλου, γεγονός που επιφέρει ανακατατάξεις στην τοπική αγορά εργασίας και καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για πολυδιάστατη ανάπτυξη, στην οποία ο τουρισμός μπορεί να διαδραματίσει  καθοριστικό ρόλο.

Η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων της επόμενης προγραμματικής περιόδου, η ενίσχυση των εναλλακτικών μορφών τουρισμού και η εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού συνιστούν απαραίτητες προϋποθέσεις για μια πιο συνεκτική τουριστική πολιτική στην περιοχή.

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η υλοποίηση στοχευμένων δράσεων προβολής, αξιοποιώντας σύγχρονες μεθόδους προώθησης που αναδεικνύουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Περιφέρειας και ενισχύουν την ελκυστικότητά της, ιδίως για επιλεγμένες κατηγορίες επισκεπτών. Ταυτόχρονα, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη περιορισμού του ενεργειακού κόστους, το οποίο συνιστά σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για την ανταγωνιστικότητα των τοπικών επιχειρήσεων.

Η εφαρμογή πολιτικών ενεργειακής εξοικονόμησης, πράσινης μετάβασης και η παροχή επιδοτούμενων τιμολογίων μπορούν να αποτελέσουν σημαντική στήριξη για τις ξενοδοχειακές μονάδες της περιοχής.

Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερη πίεση ασκεί το φορολογικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Η υπερφορολόγηση, σε συνδυασμό με την υψηλή έμμεση φορολογία στις τουριστικές υπηρεσίες, περιορίζει τη δυνατότητα επανεπένδυσης, επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα και δημιουργεί δυσανάλογη επιβάρυνση για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε περιοχές με χαμηλή επισκεψιμότητα.

Η ανάγκη για επανεξέταση του συντελεστή ΦΠΑ στον τομέα της διαμονής και της εστίασης κρίνεται καίριας σημασίας. Ένα δικαιότερο, ευέλικτο και αναπτυξιακότερο φορολογικό σχήμα θα μπορούσε να ενισχύσει τη βιωσιμότητα του κλάδου, να τονώσει τη ζήτηση και να συμβάλει στην εξισορρόπηση περιφερειακών ανισοτήτων.

Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι εξελίξεις που αφορούν το θεσμικό και εργασιακό περιβάλλον των τουριστικών επιχειρήσεων. Η πρόσφατη Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση, που συμφωνήθηκε μεταξύ των εκπροσώπων των ξενοδόχων και των εργαζομένων, συνιστά ένα ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση της εργασιακής σταθερότητας. Η πρόβλεψη για αυξήσεις στους βασικούς μισθούς, αλλά και η σύσταση Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης, ενισχύουν το αίσθημα ασφάλειας και δικαιοσύνης στην αγορά εργασίας και αποτελούν παράδειγμα θεσμικής ωριμότητας και υπευθυνότητας.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο ρόλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων αναδεικνύεται σε σταθερό θεσμικό σημείο αναφοράς για τον κλάδο. Με συντονισμένες παρεμβάσεις, τεκμηριωμένες θέσεις και ενεργό παρουσία σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα, η ΠΟΞ λειτουργεί ως αξιόπιστος συνομιλητής της πολιτείας, διασφαλίζοντας την ισορροπία μεταξύ των αναγκών των επιχειρήσεων και των απαιτήσεων της σύγχρονης τουριστικής πραγματικότητας.

Ξεχωριστή βαρύτητα δίνει στη στήριξη των μικρών και πολύ μικρών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής φιλοξενίας, και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας.

Με διαρκείς παρεμβάσεις για τη βελτίωση της πρόσβασής τους σε εργαλεία χρηματοδότησης, προγράμματα κατάρτισης και θεσμική υποστήριξη, η ΠΟΞ καταβάλλει ουσιαστική προσπάθεια ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η ισότιμη ανάπτυξη του κλάδου στο σύνολό του. Σε ένα τοπίο που μεταβάλλεται ταχύτατα, η συνέπεια, η σοβαρότητα και η συνεργατική προσέγγιση παραμένουν οι βασικές σταθερές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της μακροπρόθεσμης ανθεκτικότητας του ελληνικού ξενοδοχειακού προϊόντος.