
του Χάρη Ντιγριντάκη
Οι Έλληνες διοργανωτές συνεδρίων διώχνουν συνέδρια στο εξωτερικό
Σε κρίσιμο σταυροδρόμι βρίσκεται ο κλάδος των συνεδρίων και εκδηλώσεων στην Ελλάδα. Την ίδια ώρα που εγχαράσσονται τα υψηλότερα μεγέθη από πλευράς εισπράξεων στην τουριστική βιομηχανία της χώρας, ο συνεδριακός κλάδος που αποτελεί την κορωνίδα στην επετηρίδα των εσόδων του τουρισμού απειλείται, αδυνατώντας να ανταποκριθεί στην υψηλή ζήτηση για τη διεξαγωγή συνεδρίων στην Ελλάδα.
Το εν χορδαίς και οργάνοις πέρασμα του Ολυμπιακού Ακινήτου του TAE KWON DO από το υπερταμείο και την θυγατρική του Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου στην Περιφέρεια Αττικής με τη προοπτική να δημιουργηθεί Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο αποτελεί παρακαταθήκη για την κάλυψη της ζήτησης, μετά όμως από τουλάχιστον 3 περίπου έτη όταν θα είναι έτοιμο.
Όμως η αγορά απαιτεί λύσεις άμεσα δεδομένου ότι το Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα -το μεγαλύτερο κέντρο στην πρωτεύουσα- έχει ανακοινώσει stop sales έως και το 2020 και φουλάρει ήδη για το 2028.
Παράλληλα αρκετά συνεδριακά κέντρα στην Ελλάδα ήδη γεμίζουν με αποτέλεσμα να υπάρχει αδυναμία εξεύρεσης εγκαταστάσεων. Τούτων δοθέντων τα ισχυρά Συνεδριακά Γραφεία της χώρας που έχουν κερδίσει μεγάλα διεθνή Συνέδρια αναγκάζονται τα «σπρώξουν» προς το εξωτερικό.
Είναι κοινός τόπος ότι ο κλάδος των συνεδρίων, εκδηλώσεων και εκθέσεων, γνωστός διεθνώς ως Μeetings Ιndustry, αποτελεί έναν από τους πιο στρατηγικούς τομείς του παγκόσμιου τουρισμού, με τεράστια συμβολή στην οικονομία, την απασχόληση και την προβολή των προορισμών.
Στην Ελλάδα, τα ετήσια έσοδα ξεπερνούν ήδη τα 2,5 δις. ευρώ, ωστόσο η χώρα μας εξακολουθεί να υστερεί έναντι ανταγωνιστών της όπως η Πορτογαλία, η οποία καταγράφει σχεδόν διπλάσιες επιδόσεις.
Όπως σημειώνει η πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Επαγγελματιών Εκδηλώσεων και Οργανωτών Συνεδρίων (HAPCO & DES) κα Αντωνία Αλεξάνδρου : «η συζήτηση είναι μεγάλη και αφορά στις προοπτικές του κλάδου, τα βήματα προόδου αλλά και τις σοβαρές προκλήσεις που παραμένουν ανοιχτές: Η δημιουργία ενός σύγχρονου μητροπολιτικού συνεδριακού κέντρου στην Αθήνα, η σημασία μιας εθνικής στρατηγικής και η ανάγκη συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ώστε η Ελλάδα να καθιερωθεί ως κορυφαίος διεθνής συνεδριακός προορισμός».
Οικονομική συμβολή πολλαπλασιαστικού χαρακτήρα
Η δύναμη του κλάδου των συνεδρίων συγκεκριμένα δεν βρίσκεται μόνο στα άμεσα έσοδα από τη φιλοξενία εκδηλώσεων. Η μέση δαπάνη ενός συνέδρου ξεπερνά κατά πολύ εκείνη ενός τουρίστα αναψυχής. Ενώ η παραμονή ενός ταξιδιώτη αναψυχής υπολογίζεται σε 500–1.200 ευρώ, ο σύνεδρος δαπανά πάνω από 3.000 ευρώ, ποσό που μπορεί να εκτοξευθεί ακόμη περισσότερο σε περιπτώσεις ταξιδιών κινήτρων ή εταιρικών εκδηλώσεων (incentives), όπου η δαπάνη ανά άτομο αγγίζει ή και υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ.
Σε αυτά τα ποσά προστίθενται τα έξοδα για τη μετακίνηση, την εστίαση, τις αγορές, τον πολιτισμό αλλά και η παράταση της παραμονής για λόγους αναψυχής (bleisure) που πολλαπλασιάζει τα οφέλη. Έτσι, το αποτύπωμα του κλάδου εκτείνεται σε όλο το εύρος της οικονομικής δραστηριότητας, από τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια έως τις τοπικές αγορές και τις επαγγελματικές υπηρεσίες.
Η διεθνής θέση της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε τροχιά ανόδου στον διεθνή συνεδριακό χάρτη. Η πρωτεύουσα κατέλαβε το 2024 την 9η θέση παγκοσμίως με 111 διεθνή συνέδρια, ανεβαίνοντας θεαματικά από τη 15η θέση και τα 88 συνέδρια του 2023. Στην ευρωπαϊκή κατάταξη, μάλιστα, η Αθήνα ανέβηκε στην 7η θέση, αφήνοντας πίσω της ισχυρούς ανταγωνιστές.
Η Θεσσαλονίκη, με πιο στοχευμένη εξειδίκευση σε επιστημονικά και θεματικά συνέδρια, ενισχύει σταθερά τη θέση της, αξιοποιώντας τόσο το ισχυρό ακαδημαϊκό της δυναμικό όσο και την ελκυστικότητα της πόλης ως προορισμού.
Συνολικά, η Ελλάδα βρίσκεται στη 18η θέση παγκοσμίως και στην 11η θέση στην Ευρώπη με 211 συνέδρια, ελάχιστα χαμηλότερα από το 2023, γεγονός που αποδεικνύει ότι η χώρα μας βρίσκεται πια στον σκληρό πυρήνα των συνεδριακών προορισμών.
Το μεγάλο έλλειμμα: ένα μητροπολιτικό συνεδριακό κέντρο
Σύμφωνα με την κα Αλεξάνδρου «Παρά την ανοδική πορεία της Αθήνας, η απουσία ενός μεγάλου και σύγχρονου συνεδριακού κέντρου παραμένει ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη του συνεδριακού τουρισμού. Κάθε χρόνο, η πόλη χάνει 20–25 μεγάλα συνέδρια με 2.000–3.000 συμμετέχοντες, τα οποία μεταφέρονται σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που διαθέτουν πληρέστερες υποδομές. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η περιορισμένη διαθεσιμότητα των υφιστάμενων συνεδριακών χώρων. Επαγγελματίες του κλάδου και οργανωτές, αδυνατώντας να εξασφαλίσουν διαθέσιμες ημερομηνίες, αναγκάζονται να μεταφέρουν τα συνέδρια και τις εκδηλώσεις τους σε εναλλακτικούς προορισμούς στο εξωτερικό.
Οι άμεσες οικονομικές απώλειες υπολογίζονται σε πάνω από 1,5 εκατομμύριο ευρώ ανά συνέδριο, χωρίς να συνυπολογίζονται οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην τοπική οικονομία. Παράλληλα, από τις εταιρικές εκδηλώσεις τα incentives& τις εκθέσεις χάνεται σημαντικός τζίρος, που μεταφράζεται σε έσοδα πολλών εκατομμυρίων για τη χώρα.
Ακόμη πιο κρίσιμες είναι οι χαμένες ευκαιρίες για τεράστια συνέδρια άνω των 8.000 ατόμων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κόστος απωλειών μπορεί να ξεπεράσει τα 5–10 εκατ. ευρώ ανά διοργάνωση. Η ανάγκη για ένα νέο μητροπολιτικό συνεδριακό κέντρο, βιώσιμο, ευέλικτο και με εύκολη πρόσβαση, είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Παρότι η Περιφέρεια Αττικής έχει προχωρήσει σε ένα σημαντικό βήμα να ανακοινώσει πως το έργο βρίσκεται στις προτεραιότητές της, ακόμη δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα ή πλήρης μελέτη χρηματοδότησης. Ο HAPCO & DES έχει ήδη καταθέσει προτάσεις και δηλώνει έτοιμος να συμβάλει συμβουλευτικά, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της αγοράς».
Εμπόδια και προκλήσεις
Η Πρόεδρος του Hapco & Des επισημαίνει ότι : «Πέραν του ζητήματος των υποδομών ο κλάδος αντιμετωπίζει και άλλες προκλήσεις:
Φορολογικό περιβάλλον: Πολύπλοκο και όχι φιλικό ιδίως σε θέματα επιστροφής ΦΠΑ για διεθνείς οργανισμούς.
Έλλειψη συνεκτικού branding: Η χώρα δεν έχει ακόμη ενιαία στρατηγική παρουσίασης στις μεγάλες διεθνείς εκθέσεις.
Περιορισμένη προσβασιμότητα: Εντός των πόλεων αλλά και σε ορισμένες υφιστάμενες εγκαταστάσεις που μένουν εκτός χάρτη λόγω συγκοινωνιακών δυσκολιών.
Χώροι για κοινωνικές εκδηλώσεις: Σπάνιοι και ανεπαρκείς και κυρίως μικρής χωρητικότητας, ενώ αποτελούν βασικό κριτήριο επιλογής για διεθνή συνέδρια.
Αειφορία: Οι απαιτήσεις για πολιτική βιωσιμότητας από όλους τους εμπλεκόμενους στον κλάδο των συνεδρίων και εκδηλώσεων, είναι πλέον υψηλές και η Ελλάδα χρειάζεται να προσαρμοστεί γρηγορότερα.
Οι προκλήσεις αυτές δεν αναιρούν την πρόοδο που έχει σημειωθεί, αλλά καθιστούν απαραίτητη την ταχύτερη υιοθέτηση μίας στοχευμένης εθνικής στρατηγικής».
Το όραμα για το μέλλον
Συνεχίζοντας η κα Αλεξάνδρου σημειώνει : «Η σταθερά ανοδική πορεία της Ελλάδας στον συνεδριακό χάρτη δεν είναι τυχαία. Είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, επένδυσης στην ποιότητα και επιμονής των ανθρώπων του κλάδου. Σήμερα, η χώρα διαθέτει όλα τα στοιχεία για να καταστεί ώριμος συνεδριακός προορισμός: υψηλή στην ατζέντα, θέση επιλογής από οργανωτές, γεωγραφική θέση, πολιτισμό, φιλοξενία, διεθνές επιστημονικό δυναμικό και τεχνογνωσία.
Η Ελλάδα έχει κάθε προοπτική να ανέβει ακόμη πιο ψηλά τα επόμενα χρόνια. Με όπλα την εξωστρέφεια, τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τον κοινό και σταθερό στόχο , ενιαίο επικοινωνιακό προφίλ και την ενίσχυση των υποδομών με βάση τις πραγματικές ανάγκες και προδιαγραφές, μπορούμε να κάνουμε το επόμενο μεγάλο βήμα».
Καταλήγοντας τονίζει : «συμπερασματικά ο κλάδος των συνεδρίων, εκδηλώσεων και εκθέσεων, στην Ελλάδα βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Από τη μία, η χώρα μας έχει μπει δυναμικά στον διεθνή χάρτη, με σημαντικές επιτυχίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Από την άλλη, η έλλειψη υποδομών και εθνικής στρατηγικής εξακολουθεί να στερεί μεγάλα έσοδα και ευκαιρίες.
Υπάρχει ξεκάθαρα αποτυπωμένη η εξής εικόνα: η Ελλάδα έχει ήδη πολλά να επιδείξει, αλλά τα καλύτερα είναι μπροστά της, αρκεί να υπάρξει τολμηρό όραμα, επενδύσεις και στρατηγικός σχεδιασμός».