Η Norse Atlantic Airways ανακοίνωσε την περικοπή του μισού δικτύου της προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, αποσύροντας έξι δρομολόγια, ανάμεσά τους και τη νεότερη και μεγαλύτερη γραμμή της από την Αθήνα προς το Λος Άντζελες.

Η εξέλιξη αποτυπώνει τις δυσκολίες των χαμηλού κόστους αεροπορικών εταιρειών να σταθούν στην έντονα ανταγωνιστική διατλαντική αγορά.

Η νορβηγική αεροπορική εταιρεία, που διαθέτει στόλο 12 Boeing 787-9, στρέφει πλέον τη στρατηγική της περισσότερο σε συμφωνίες wet και damp leasing, ενοικιάζοντας αεροσκάφη σε άλλες εταιρείες, εξασφαλίζοντας έτσι πιο σταθερά έσοδα ανεξάρτητα από την πληρότητα.

Ήδη έχει συμφωνήσει να παραχωρήσει τα έξι από τα δώδεκα αεροσκάφη της στην IndiGo μέχρι το τέλος του έτους.

Τα δρομολόγια που περικόπτονται:

● Νέα Υόρκη (JFK) – Παρίσι (CDG) (τελευταία πτήση 17 Οκτωβρίου 2025)

● Νέα Υόρκη (JFK) – Βερολίνο (BER)

● Νέα Υόρκη (JFK) – Όσλο (OSL)

Λος Άντζελες (LAX) – Αθήνα (ATH) (ξεκίνησε μόλις τον Ιούνιο 2025)

● Λος Άντζελες (LAX) – Παρίσι (CDG)

● Μαϊάμι (MIA) – Λονδίνο Gatwick (LGW) (τελευταία πτήση 25 Οκτωβρίου 2025)

Η εταιρεία μεταφέρει χωρητικότητα προς την Ασία, όπου παρατηρεί καλύτερες επιδόσεις, με στόχο να επιτύχει κερδοφορία μέχρι το τέλος του 2025.

Υψηλές πληρότητες, χαμηλή κερδοφορία

Παρά το γεγονός ότι σε αρκετές γραμμές η Norse κατέγραψε υψηλούς δείκτες πληρότητας – όπως 83% στη Νέα Υόρκη – Βερολίνο και 80% στη Λος Άντζελες – Παρίσι – τα χαμηλά ναύλα που χρησιμοποίησε για να προσελκύσει επιβάτες μείωσαν σημαντικά τα περιθώρια κέρδους.

Σκληρός ανταγωνισμός

Η διατλαντική αγορά χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό, με τρεις μεγάλες κοινοπραξίες (American–British Airways–Iberia–Finnair, United–Lufthansa–Air Canada και Air France–KLM–Delta–Virgin Atlantic) να κυριαρχούν, συγκεντρώνοντας τη μερίδα του λέοντος στα διαθέσιμα καθίσματα. Αυτό αφήνει ελάχιστο χώρο σε ανεξάρτητους αερομεταφορείς, όπως η Norse, να αναπτυχθούν με βιώσιμο τρόπο.

Η περίπτωση της Norse Atlantic Airways θυμίζει την αποτυχημένη προσπάθεια της Norwegian να αναπτύξει διατλαντικά δρομολόγια χαμηλού κόστους, δείχνοντας πόσο δύσκολο είναι να πετύχει ένα τέτοιο μοντέλο μακροπρόθεσμα.