της Εύας Οικονομάκη

Διπλό στήριγμα από τη Σαουδική Αραβία, με επίκεντρο νέα επενδυτικά σχέδια και τόνωση του τουριστικού ρεύματος από τη χώρα της Μέσης Ανατολής, εξασφάλισε ο ελληνικός τουρισμός, στο πλαίσιο της Συνόδου του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού των Ηνωμένων Εθνών που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στην Τιφλίδα της Γεωργίας.

Στο περιθώριο των εργασιών της Συνόδου, ο υπουργός Τουρισμού, Χάρης Θεοχάρης, συναντήθηκε με τον ομόλογό του υπουργό της Σαουδικής Αραβίας, Αχμέντ αλ Κατίμπ, και συμφώνησαν στην ενίσχυση της συνεργασίας των δύο χωρών στον τουρισμό.

Στόχος του υπουργείου Τουρισμού είναι η αύξηση του μεριδίου της Ελλάδας στην πίτα του εξερχόμενου τουρισμού της Σαουδικής Αραβίας και η προσέλκυση επενδυτών που είναι διατεθειμένοι να ρίξουν φρέσκο χρήμα στην ελληνική τουριστική αγορά.

Άλλωστε, η ενίσχυση του τουριστικού ρεύματος από τη χώρα της Μέσης Ανατολής και η προσέλκυση σαουδαραβικών κεφαλαίων αποτελούσαν στρατηγική επιδίωξη του υπουργείου Τουρισμού, το οποίο έχει καταθέσει σχετική πρόταση στο Μέγαρο Μαξίμου.

Τι συμφώνησαν

Κατά τη συνάντησή τους στην Τιφλίδα, οι δύο υπουργοί, στην κατεύθυνση ενίσχυσης της διμερούς συνεργασίας, αποφάσισαν την ενεργοποίηση της μεικτής Επιτροπής Τουρισμού που προβλέπεται από το διμερές μνημόνιο συνεργασίας του 2014. Κύριο μέλημα της Επιτροπής Τουρισμού θα είναι η αύξηση των εκατέρωθεν τουριστικών ροών.

Μάλιστα, προκειμένου να στηρίξουν την ταξιδιωτική βιομηχανία εν μέσω πανδημίας, οι δύο υπουργοί έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη ανάπτυξης κοινών κριτηρίων και πρωτοκόλλων για την ασφαλή μετακίνηση των τουριστών μεταξύ των δύο χωρών και συμφώνησαν το επόμενο διάστημα, εφόσον το επιτρέψει η επιδημιολογική κατάσταση σε Ελλάδα και Σαουδική Αραβία, να εντείνουν τη συνεργασία τους έτσι ώστε τα πρώτα απτά αποτελέσματα να αναδειχθούν μέσα στο 2021.

Ανερχόμενη δύναμη

Αν και η αγορά της Σαουδικής Αραβίας έχει αναγνωριστεί ως μια ανερχόμενη αγορά εξερχόμενου τουρισμού υψηλού εισοδηματικού επιπέδου, η Ελλάδα έχει καταφέρει να αποσπάσει ένα πολύ μικρό κομμάτι από τη συγκεκριμένη ταξιδιωτική πίτα.

Με δεδομένο, δε, ότι η μέση κατά κεφαλή δαπάνη ανά ταξίδι ανέρχεται στα 1.167 ευρώ και ότι η χώρα μας καταφέρνει να προσελκύει μόλις το 0,7% των Σαουδαράβων τουριστών που ταξιδεύουν στην Ευρώπη, η ενίσχυση του ταξιδιωτικού ρεύματος προς τη χώρα μας αποτελεί στοίχημα ιδιαίτερης σημασίας για την ελληνική κυβέρνηση, ειδικά έπειτα από μια δύσκολη τουριστικά χρονιά, που καθορίστηκε από την πανδημία.

Ενδεικτικό της χαμηλής επισκεψιμότητας των Σαουδαράβων στη χώρα μας είναι το γεγονός ότι, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2018 την Ελλάδα επισκέφθηκαν μόλις 34.000 Σαουδάραβες ταξιδιώτες, σημειώνοντας, ωστόσο, σημαντική αύξηση σε σύγκριση με το 2017.

Το 50% της τουριστικής κίνησης από τη Σαουδική Αραβία εξυπηρετείται από τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος», ενώ στη λίστα των αγαπημένων ελληνικών προορισμών περιλαμβάνονται η Αθήνα, το Ηράκλειο, η Μύκονος, η Ρόδος, η Κέρκυρα και η Σαντορίνη.

Πολυτελής τουρισμός

Από το 2016 τα εξερχόμενα ταξίδια αναψυχής των Σαουδαράβων έχουν ξεπεράσει τα 21 εκατομμύρια. Η συντριπτική πλειονότητα των τουριστών ενδιαφέρεται για τουρισμό αναψυχής και το 72% των ταξιδιών των Σαουδαράβων πραγματοποιείται από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο, με τη μέση διάρκεια των ταξιδιών να είναι οι 15,5 ημέρες.

Οι ταξιδιώτες από τη Σαουδική Αραβία δίνουν έμφαση στον luxury τουρισμό και αναζητούν υψηλό επίπεδο παροχής υπηρεσιών. Το 86% των τουριστών που προέρχονται από τη χώρα της Μέσης Ανατολής επιλέγει να περάσει τις διακοπές του σε ξενοδοχείο 4 ή 5 αστέρων. Ο μέσος όρος δαπάνης ανά διανυκτέρευση σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο είναι τα 180 δολάρια κατά τη διάρκεια των διεθνών ταξιδιών, αλλά το 67% των Σαουδαράβων στην πραγματικότητα δαπανά πάνω από αυτό τον μέσο όρο.

Ενδιαφέρον για επενδύσεις

Έντονο είναι, την ίδια στιγμή, το ενδιαφέρον των Σαουδαράβων για επενδύσεις στην Ελλάδα, έναν αγαπημένο τουριστικό προορισμό για τους ίδιους, με τα ξενοδοχεία, τις μαρίνες, τα θεματικά πάρκα και τις υποδομές υγείας και άθλησης να μπαίνουν στο επενδυτικό στόχαστρό τους.

Ιδιαίτερη ζέση επιδεικνύουν, μάλιστα, σε τοποθετήσεις στον ξενοδοχειακό κλάδο, καθώς το χαμηλό ποσοστό ξενοδοχείων 5 και 4 αστέρων αποτελεί επενδυτική ευκαιρία και η διείσδυση διεθνών αλυσίδων παραμένει χαμηλή στην Ελλάδα.

Στο ίδιο πλαίσιο, σημαντικό ατού αποτελεί το σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο για τα ολοκληρωμένα/σύνθετα τουριστικά καταλύματα, με την επέκταση της τουριστικής περιόδου να προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για την ενίσχυση των τουριστικών ροών και την αποκόμιση εσόδων.