
Στο εντυπωσιακό ποσό των 775 εκατ. ευρώ ανέρχονται οι επίσημες χρεώσεις που έχουν πληρώσει Τούρκοι πολίτες την τελευταία 15ετία για αιτήσεις θεώρησης Σένγκεν, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιδρύματος Οικονομικής Ανάπτυξης (IKV).
Το ποσό αυτό αφορά μόνο τα τέλη αιτήσεων και δεν περιλαμβάνει τα «κρυφά κόστη» – όπως μεταφράσεις, έξοδα μετακίνησης, VIP υπηρεσίες ή παράβολα – τα οποία διαμορφώνουν μια πραγματικότητα δυσβάσταχτη για απλούς ταξιδιώτες, σπουδαστές και επιχειρηματίες.
Η αβεβαιότητα, το διοικητικό βάρος και το υψηλό κόστος καθιστούν τη βίζα Σένγκεν έναν πολυδάπανο «γρίφο» που δοκιμάζει όχι μόνο τις οικονομικές δυνατότητες αλλά και την υπομονή των αιτούντων. Η Τουρκία, αν και μέλος της τελωνειακής ένωσης με την Ε.Ε., εξακολουθεί να υφίσταται ταξιδιωτικά εμπόδια, σε αντίθεση με χώρες όπως η Σερβία, η Ουκρανία ή η Μολδαβία που απολαμβάνουν καθεστώς απαλλαγής από βίζα.
«Αόρατοι τοίχοι» σε μια οικονομική σχέση
Ο πρόεδρος του IKV, Ayhan Zeytinoğlu, χαρακτήρισε τις θεωρήσεις ως «αόρατους τοίχους» που καθιστούν την ουσιαστική συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή οικονομία σχεδόν ανέφικτη. Όπως σημείωσε, ενώ τα προϊόντα διακινούνται ελεύθερα χάρη στην τελωνειακή ένωση, οι άνθρωποι που τα παράγουν, τα μεταφέρουν και τα πωλούν, υφίστανται περιορισμούς.
Οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα αισθητές για επιχειρήσεις και φοιτητές: επαγγελματίες που θέλουν να παραστούν σε εμπορικές εκθέσεις ή να συναντήσουν συνεργάτες αντιμετωπίζουν απρόβλεπτες καθυστερήσεις, ενώ ακόμη και επιτυχόντες φοιτητές ευρωπαϊκών πανεπιστημίων βλέπουν τα όνειρά τους να ανατρέπονται λόγω απορρίψεων.
Μια «βιομηχανία» γύρω από τη βίζα
Η ίδια η διαδικασία απόκτησης βίζας έχει δώσει ώθηση σε μια παράλληλη οικονομία. Μεταφραστικά γραφεία, νομικοί σύμβουλοι, VIP πάροχοι και διαμεσολαβητές αποκομίζουν κέρδη από την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα του συστήματος. Οι αιτούντες συχνά ταξιδεύουν σε άλλες πόλεις για ραντεβού ή πληρώνουν επιπλέον για να εξασφαλίσουν προτεραιότητα σε μια αγορά υπηρεσιών που ανθίζει πάνω στις ελλείψεις διαφάνειας και την υπερφόρτωση των προξενικών αρχών.
Παρά τη μικρή μείωση στο ποσοστό απορρίψεων (από 16,1% στο 14,5%), η εμπειρία παραμένει εξαντλητική και ψυχοφθόρα, με αιτούντες να μιλούν για απανωτές συνεντεύξεις, εκτενή γραφειοκρατία και απορρίψεις που δύσκολα εξηγούνται.
Η ειρωνεία της σύγκρισης
Η πικρία εντείνεται όταν Τούρκοι πολίτες συγκρίνουν την κατάστασή τους με αυτήν γειτονικών χωρών. Ενώ η Τουρκία ξεκίνησε διαπραγματεύσεις ένταξης στην Ε.Ε. το 2005, πολίτες χωρών που τότε δεν είχαν καν ανεξαρτησία – όπως η Ουκρανία και το Μαυροβούνιο – σήμερα ταξιδεύουν χωρίς βίζα στην Ε.Ε. Ακόμη και το Κόσοβο πέτυχε πρόσφατα την κατάργηση της θεώρησης.
Αντίθετα, οι Τούρκοι αντιμετωπίζουν αμετακίνητα κριτήρια, τα οποία παραμένουν ανεκπλήρωτα. Η Ε.Ε. και η Άγκυρα συμφώνησαν το 2013 σε ένα οδικό χάρτη με 72 προϋποθέσεις για την κατάργηση της θεώρησης. Από αυτές, 66 έχουν καλυφθεί. Όμως οι υπόλοιπες, όπως η αλλαγή των αντιτρομοκρατικών νόμων, η δικαστική συνεργασία με την Ε.Ε. και η στρατηγική κατά της διαφθοράς, παραμένουν αγκάθια.
Ζητούμενη η πολιτική βούληση
Οι πολιτικές εντάσεις των τελευταίων ετών έχουν αφήσει το θέμα εκτός ατζέντας, παρά τις εκκλήσεις θεσμών όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, που καλούν την Τουρκία να ευθυγραμμίσει τη νομοθεσία της με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Για τον πρόεδρο του IKV, η θεώρηση δεν είναι ζήτημα μόνο πολιτικής, αλλά και οικονομικής ισότητας. Όπως τόνισε, η αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης δεν έχει νόημα αν δεν συνοδεύεται από πρόοδο στο θέμα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων. Όσο τα εμπόδια παραμένουν, η ένταξη μοιάζει πιο πολύ με μονόδρομο συμφερόντων παρά με αμοιβαία συνεργασία.