της Σοφίας Γκιαούρη

Για τον τουρισμό της Κρήτης και τη φετινή σεζόν , την έλλειψη προσωπικού που ταλαιπωρεί τον κλάδο και για τις επιπτώσεις του ενεργειακού κόστους που επιβαρύνει τις τουριστικές επιχειρήσεις, μίλησε σε συνέντευξή του στο tourismtoday ο Πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Ηρακλείου, κος Νίκος Χαλκιαδάκης.

 

Πώς κινούνται οι κρατήσεις και οι πληρότητες μέχρι στιγμής στο Ηράκλειο;

Οι δείκτες είναι πολλοί καλύτεροι από πέρυσι και από το 2019. Όμως οι πληρότητες, έχουν μειωθεί λόγω ότι μειώθηκαν οι ημέρες διανυκτέρευσης, επίσης έχουν μειωθεί και οι δαπάνες ανά διαμονή.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζετε φέτος; Ποια μέτρα στήριξης αναμένετε από την κυβέρνηση;

Τα προβλήματα είναι καθολικά και αφορούν το ενεργειακό κόστος και κόστος των πρώτων υλών που επιβαρύνουν τις τουριστικές επιχειρήσεις και το οποίο δεν έχει μετακυλήσει εξ ολοκλήρου στον επισκέπτη, επομένως ο προορισμός έχει καταφέρει να είναι προσιτός. Ευελπιστούμε ότι θα μπορούμε να απορροφούμε το κόστος και τα επόμενα χρόνια, όμως αυτό δεν θα καταστεί εφικτό από το σύνολο των επιχειρήσεων καθώς από τώρα βλέπουμε επιχειρήσεις οι οποίες αδυνατούν να καταστούν οικονομικά βιώσιμες. Και φυσικά το μείζον θέμα της έλλειψης προσωπικού.

Η Πολιτεία πρέπει να προβεί σε άμεσες ενέργειες και να πάρει επείγοντα μέτρα. Πρέπει να γίνει προγραμματισμός και άμεση εισαγωγή ανθρώπινου δυναμικού από τις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι άνθρωποι παλεύουν για την επιβίωση, να δοθούν οικονομικά κίνητρα για τους μήνες όπου το εποχιακό εργατικό δυναμικό δεν απασχολείται είτε με την μορφή ταμείου ανεργίας ή ταμείου εργασίας με την έννοια ότι τους μήνες αδράνειας θα μπορούν να απασχοληθούν και να απορροφηθούν άμεσα από την αγορά εργασίας, να υποστηρίξει τις ίδιες τις επιχειρήσεις σε θέματα ασφαλιστικών εισφορών ώστε να μπορούμε και εμείς ως επιχειρηματίες να επενδύσουμε περισσότερο στο εργατικό μας δυναμικό.

Σε ποιες αγορές βασίζεται ο τουρισμός στην Κρήτη;

Οι αγορές που αγαπούν και επισκέπτονται το νησί μας είναι η Γερμανική, Αγγλικά, Γαλλική , Ολλανδική και Πολωνική αγορά.

Πώς σας έχει επηρεάσει η έλλειψη προσωπικού και το “αγκάθι” Airbnb;

Το φαινόμενο έλλειψης εργατικού δυναμικού είναι όχι μόνο ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο και αφορά ειδικευμένη και ανειδίκευτη εργασία. Κυριότερη αφορμή αποτέλεσε η πανδημία, κατά τη διάρκεια της οποίας σημαντική μερίδα υπαλλήλων του τουριστικού κλάδου άλλαξαν κλάδο εργασίας εξασφαλίζοντας μια μόνιμη αντί εποχική απασχόληση. Δευτερεύοντες λόγοι αποτελούν, η μετανάστευση στο εξωτερικό αλλά και οι διάφορες παροχές που δόθηκαν κατά την διάρκεια της πανδημίας Covid.

Προκειμένου να διατηρήσουμε το επίπεδο εξυπηρέτησης και φιλοξενίας υψηλό, το ισχυρότερο θα έλεγα, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας μας, θα πρέπει να αναδείξουμε τις δυνατότητες απασχόλησης στον τομέα και θα πρέπει συλλογικά να αντιμετωπίσουμε το μείζον αυτό θέμα.

Σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΣΕΤΕ στην αρχή της καλοκαιρινής σαιζόν 2021 οι κενές θέσεις εργασίας ανήλθαν σε 53.249 με ποσοστό έλλειψης περίπου 24%.

Αυτό το ποσοστό, εν έτη 2023 έχει αυξηθεί δραματικά και πλέον υπάρχει έντονος προβληματισμός για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουμε οι επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου να υποδεχθούν και να εξυπηρετήσουν τους επισκέπτες καθώς η έλλειψη αυτή αφορά κυρίως τις ειδικότητες καμαριέρα, υπάλληλο υποδοχής, σερβιτόρος, βοηθός σερβιτόρου, λαντζέρης και τεχνική υποστήριξη-συντήρηση.

Αναφορικά με το AirBnb, το οποίο τείνει να έχει μια ανοδική τάση προτίμησης από τους ταξιδιώτες και δεν θα αποτελούσε πληγή αν υπάρξει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο το οποίο θα επιβάλει κανόνες στην λειτουργία τους.

Πώς βλέπετε γενικότερα το μέλλον του κλάδου στο νησί;

Η Ελλάδα κατάφερε και έχτισε ένα καλό Brand. Από εδώ και στο εξής θα πρέπει να είμαστε όλοι πολλοί προσεκτικοί για να μην χάσουμε ότι χτίσαμε όλα τα χρόνια.

Από την πλευρά μας εμείς οι επιχειρηματίες ξενοδόχοι θα πρέπει να έχουμε επίγνωση και να ακολουθούμε μια τιμολογιακή στρατηγική που θα είναι προσιτή, δεν γίνεται οι αυξήσεις στις τιμές να μην έχουν ανώτατο όριο.

Πρόσθετα θα πρέπει αν δεν το έχουμε κάνει ήδη, να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας ώστε να καταστήσουμε τον προορισμό μας βιώσιμο όχι μόνο τώρα αλλά και για τα επόμενα χρόνια και να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στο νέο προφίλ ταξιδιώτη.