της Εύας Οικονομάκη

Στην Αττική κάθε ξενοδοχείο είναι αντιμέτωπο με 60 ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης, εξέλιξη που αποτυπώνει τη μεγάλη αύξηση των καταλυμάτων τύπου Airbnb όχι μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που παρουσιάστηκαν κατά τη Γενική Συνέλευση του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ), ο μέσος όρος των διανυκτερεύσεων σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Αθήνα βρίσκεται στο 40%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 19,7%.

Ακόμη υψηλότερα είναι τα μεγέθη στη Σαντορίνη, όπου ο σχετικός μέσος όρος προσεγγίζει το 55%, λίγο χαμηλότερα από τη Μάλαγα όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 55,2%.

Η εικόνα πανελλαδικά

Βέβαια, η άνοδος της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων αντανακλάται και στα στοιχεία που παρουσίασε η Κωνσταντίνα Σβύνου, πρόεδρος του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ).

Με βάση τα στοιχεία, τα καταλυμάτων τύπου Airbnb από 7.676 το 2014 ανήλθαν σε 177.208 το 2024, αριθμοί που οδηγούν σε άνοδο 2.208% σε βάθος δεκαετίας.

Το ίδιο διάστημα ο αριθμός των ξενοδοχείων της χώρας έχει αυξηθεί κατά 3,8%, δηλαδή από 9.733 το 2014 σε 10.104 μονάδες το 2024.

Σε ό,τι αφορά τις κλίνες, η εικόνα είναι παρόμοια. Οι κλίνες στα καταλύματα τύπου Airbnb έχουν αυξηθεί σε ποσοστό 2.181%, στα δε ξενοδοχεία κατά 15%.

Πιο αναλυτικά, ο αριθμός των κλινών στα Airbnb το 2014 ανήλθε σε 34.494 και το 2024 αυξήθηκε σε 787.076. Ως προς τις ξενοδοχειακές κλίνες, οι 778.057 αυξήθηκαν σε 894.854 το 2024.

Σημειωτέον ότι τα δεδομένα αυτά για το διάστημα 2014-2024 προέρχονται από τα στοιχεία της AirDNA και αφορούν μόνο όσα καταλύματα εμφανίζονται στην πλατφόρμα της Airbnb.

Ενδεικτική της μεγέθυνσης της συγκεκριμένης αγοράς είναι και η απόκλιση μεταξύ των αεροπορικών αφίξεων και της πληρότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η ενίσχυση των αφίξεων δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε αύξηση της ξενοδοχειακής ζήτησης, αλλά ένα σημαντικό μέρος απορροφάται από άλλα είδη καταλυμάτων (π.χ. βραχυχρόνια μίσθωση).

Για παράδειγμα τον Οκτώβριο η άνοδος κατά 6,6% των αεροπορικών αφίξεων είχε μεγάλη απόκλιση από τη μείωση της πληρότητας κατά 3,3%.